μείγμα

μείγμα
Ετερογενές σύστημα, του οποίου τα συστατικά (τα οποία ονομάζονται και φάσεις) διατηρούν τις ιδιότητές τους ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο έχουν αναμιχθεί. Για το λόγο αυτό, είναι δυνατός ο διαχωρισμός τους είτε με φυσικές μεθόδους, όπως είναι η διήθηση και η μετάγγιση, είτε μέσω ηλεκτρικών και μαγνητικών δυνάμεων. Μεταξύ των συστατικών του μ. δεν αναπτύσσεται καμία χημική αλληλεπίδραση και αυτή είναι η διαφορά που τα διακρίνει από τις ενώσεις. Ελκτικές ή απωστικές δυνάμεις μικρής έκτασης, ωστόσο, που αναπτύσσονται μεταξύ των συστατικών, είναι σε θέση να τροποποιήσουν χονδροειδώς τα χαρακτηριστικά του συστήματος· για παράδειγμα, ο ολικός όγκος ενός μ. υγρών, δεν ισούται πάντα με το άθροισμα των επιμέρους όγκων. Είναι δυνατό να προκύψουν μ. μεταξύ στερεών ουσιών, μεταξύ στερεών και υγρών ή μεταξύ στερεών και αερίων· τα αέρια μ. αποτελούν ενιαία φάση και δεν θεωρούνται μείγματα. Μ. στερεών ουσιών είναι, για παράδειγμα, μερικά πετρώματα, πολλά ορυκτά και διάφορα μεταλλικά κράματα· τα συστατικά αυτών των μ. μπορούν να αναγνωριστούν από το χρώμα, το σχήμα, τις οπτικές ιδιότητες κλπ. Μ. μεταξύ στερεών και υγρών ουσιών είναι τα εναιωρήματα, ο διαχωρισμός των οποίων πραγματοποιείται γενικά με μετάγγιση, διήθηση ή φυγοκέντρηση. Μ. αυτού του τύπου είναι τα θολά νερά των ποταμών και των λιμνών. Τα μ. υγρών με υγρά λέγονται γαλακτώματα και μπορούν να είναι φυσικά ή τεχνητά· γαλακτώματα φυσικά είναι το ακατέργαστο πετρέλαιο και το γάλα, στα οποία ο διαχωρισμός των διάφορων φάσεων μπορεί να γίνει με μετάγγιση και με φυγοκέντρηση, ενώ δεν είναι εφαρμόσιμη η μέθοδος της διήθησης. Ακόμα και οι καπνοί και τα σύννεφα μπορούν να θεωρηθούν μ.· ειδικότερα, οι καπνοί είναι μ. στερεών με αέρια και τα σύννεφα μ. υγρών με αέρια.
* * *
το (Α μεῑγμα, -ατος)
βλ. μίγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μείγμα — το, ατος προϊόν ανάμειξης, το κράμα: Μείγμα από νερό και ασβέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • φωταέριο — Μείγμα αερίων, κυρίως υδρογόνου και μεθανίου κ.ά., τα οποία παράγονται κατά την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η απόσταξη γίνεται με θέρμανση, σε 1.200° 1.300°C, των λιθανθράκων μέσα σε δοχεία πήλινα ή από χυτοσίδηρο και χωρίς την παρουσία αέρα.… …   Dictionary of Greek

  • δεψικό οξύ — Μείγμα παραγώγων των πολυϋδροξυβενζοϊκών οξέων. Σε καθαρή μορφή σχηματίζει μια άχρωμη και άμορφη μάζα που διαλύεται εύκολα στο νερό, έχει πικρή γεύση και στυπτικές ιδιότητες. Η καλύτερη πηγή για την παρασκευή καθαρού δ.ο. είναι τα οιδήματα… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …   Dictionary of Greek

  • βαζελίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων με μεγάλο αριθμό ατόμων άνθρακα, κυρίως κεκορεσμένων της παραφινικής και ναφθενικής σειράς, με μικρές ποσότητες υδρογονανθράκων μη κεκορεσμένων της αιθυλενικής και διολεφινικής σειράς. Εμφανίζεται ως ημιστερεά μάζα,… …   Dictionary of Greek

  • εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”